«Επιθετικό παιδί», με όρους έκδηλης συμπεριφοράς, είναι το παιδί που κινείται με διαταρακτικό τρόπο στο περιβάλλον του. Προκαλεί προβλήματα με την συμπεριφορά του και για αυτό το λόγο πολύ συχνά εισπράττει θυμό και απόρριψη απο τους άλλους.
Για τους γονείς του αποτελεί το «παιδί – μπελάς», για τους δασκάλους του μπορεί να γίνει ο αποδιοπομπαίος τράγος και για τον κύκλο των συνομιλήκων του αυτός που θα αποκλείεται από τις παρέες.
Πώς νιώθει ένα παιδί που χαρακτηρίζεται επιθετικό?
Ο θυμός είναι το φανερό συναίσθημα με το οποίο συνδέεται με τους άλλους. Αντιδράει συνήθως με θυμό και ένταση.
Σαφώς, είναι συνηθισμένο για τα παιδιά να εκφράζουν θυμό όταν νιώσουν να ματαιώνονται, στη συνέχεια, όμως, μπορούν να επανέλθουν σε μια φυσιολογική κατάσταση διέγερσης, ιδιαίτερα αν λάβουν συναισθηματική ανακούφιση από τους γονείς.
Το «επιθετικό παιδί» όμως βρίσκεται σε έντονη συναισθηματική διέγερση σχεδόν συνέχεια.
Πώς όμως παράγεται η επιθετική / θυμωμένη συμπεριφορά αν εξεταστεί στα πλαίσια της λειτουργίας της σχέσης με τους γονείς?
Γιατί «εξαναγκάζεται» να συμπεριφέρεται με θυμό και επιθετικότητα? Αφού οι συνέπειες της συμπεριφοράς του είναι κατά κανόνα αρνητικές, προσελκύει το μάλωμα, την συνεχή νουθεσία και όχι σπάνια και την απόρριψη, γιατί συνεχίζει στο ίδιο συμπεριφερολογικό μοτίβο?
Μήπως η συμπεριφορά του είναι προϊόν προσαρμογής που αντιστοιχεί σε συγκεκριμένη συναισθηματική απόκριση από τους γονείς?
Ο θυμός και η επιθετικότητα είναι ένας τρόπος που προσελκύει την προσοχή και την παρέμβαση των γονιών. Είναι ένας οδυνηρός τρόπος να υπάρχει και να γίνεται σημαντικό ακόμα και αν λαμβάνει αρνητικό ενδιαφέρον.
Το συναίσθημα του φόβου, η ευαλωτότητα και η ανάγκη για ανακούφιση και φροντίδα υπάρχουν στο «επιθετικό παιδί», αλλά παραμένουν στο παρασκήνιο της ψυχικής του ζωής.
Επαγρυπνά για τη σχέση και την διεκδικεί με όρους που του επιβεβαιώνουν τελικά ότι δεν είναι αποδεκτό από τα γονεικά πρόσωπα, όπως θα ήθελε.
Δεν γνωρίζει να επικοινωνήσει, καθώς δεν συνειδητοποιεί, ότι λαχταράει αναγνώριση και αποδοχή και ότι φοβάται ότι δεν θα τα έχει, όπως θέλει και όπως δικαιούται.
Οι γονείς του, κατα κανόνα, νοιάζονται για το παιδί τους, προσπαθούν να το φροντίσουν, οι αποκρίσεις τους, όμως, δεν έχουν υπάρξει σταθερές και συνεπείς.
Η ευαισθησία τους ως προς τις συναισθηματικές ανάγκες του παιδιού τους φαίνεται να λειτουργεί κάποιες φορές, κάποιες άλλες, όμως, απενεργοποιείται.
Οι έντονες, συνεχιζόμενες και άλυτες συγκρούσεις μεταξύ των γονιών είναι ένας συνηθισμένος παράγοντας που θολώνει το τοπίο ως προς τις συναισθηματικές ανάγκες του παιδιού.
Ποιος από τους δυο γονείς θα επικρατήσει, ποιος είναι ο πιο σωστός ακόμα και για τον τρόπο ανατροφής του παιδιού, ποιος εχει δίκιο και ποιος άδικο, παράγουν ένταση και βαθύ χάσμα ανάμεσά τους.
Το αποτέλεσμα είναι ο ένας να θέτει όρια και ο άλλος να τα υποσκάπτει, ο ένας να αντιμετωπίζει σοβαρά μια συμπεριφορά του παιδιού και ο άλλος όχι, γενικά ο ένας να κατηγορεί τον άλλο, χωρίς να υπάρχει σταθερή και κοινή γονεϊκή πορεία.
Συναισθηματικά το παιδί παραμένει μόνο του, καθώς οι γονείς απορροφούνται από τα δικά τους επώδυνα συναίσθηματα της έντασης και του θυμού, και έτσι «εξαναγκάζεται» να αυξήσει και τη δική του ένταση, που εκδηλώνεται με επιθετική ή/και παρακινδυνευμένη συμπεριφορά.
Μοιάζει να είναι η δική του επώδυνη προσπάθεια οι γονείς του να το «δουν», να καταλάβουν ότι χρειάζεται συναισθηματική ανακούφιση και τρυφερό βλέμμα αναγνώρισης, να εκβιάσει ουσιαστικά την παρέμβαση και την ουσιαστική τους παρουσία μέσα από την διαταρακτική του συμπεριφορά.
Αν οι γονείς δεν αναρωτηθούν για την προσωπική τους ευθύνη, τότε το παιδί θα ταυτιστεί με την αντιδραστική συμπεριφορά του, θα αναλώνονται σε συγκρούσεις μαζί του, αλλά τίποτα δεν θα αλλάζει.
Αντίθετα, θα εδραιώνεται η εκδραμάτιση μέσα από το θυμό, ενώ ο φόβος και η ανάγκη του για συναισθηματική ανακούφιση θα απορρίπτονται εσωτερικά από το ίδιο το παιδί.
Και οι γονείς θα ζορίζονται, θα θυμώνουν, θα απογοητεύονται, θα νιώθουν ενοχές και παράλληλα δεν θα συνειδητοποιούν πόσο μόνο και ευάλωτο αισθάνεται το παιδί τους.
Μην ξεχνάμε ότι οι γονείς που θέλουν να βοηθήσουν το παιδί τους και δεν τα καταφέρνουν, χρειάζονται πρώτα οι ίδιοι βοήθεια και φροντίδα.
Εξάλλου, σύμφωνα με το John Bowlby
«Αν μια κοινωνία δίνει αξία στα παιδιά, τότε πρέπει να φροντίζει τους γονείς τους»