Το ερώτημα που θα επιχειρηθεί να απαντηθεί στις παρακάτω γραμμές αφορά το αν η ποιότητα της σχέσης των γονιών ως συντρόφων επηρεάζει την ποιότητα του γονεϊκού τους ρόλου.
Δηλαδή, ένα ζευγάρι που λειτουργεί καλά και από τη σχέση παράγεται χαρά και ικανοποίηση, θα ασκήσει καλύτερα τον γονεϊκό του ρόλο από ένα άλλο ζευγάρι που βιώνει συναισθηματική απόσταση και τη σχέση του ως συμβιβασμό?
Πολλά έχουν γραφτεί και θα συνεχίζουν να γράφονται για καλές και χρήσιμες πρακτικές στην ανατροφή των παιδιών, για το τι βοηθάει περισσότερο τα παιδιά, για το πώς οι γονείς μπορούν να προσφέρουν από το μέγιστο των δυνατοτήτων τους. Στα πλαίσια της κλινικής μου εμπειρίας με γονείς δεν έχω συναντήσει γονέα, ακόμα και τον πιο δυσκολεμένο και μπλοκαρισμένο, που να μη θέλει να κάνει το καλύτερο για το παιδί του.
Το θέλει, αλλά δεν ξέρει πώς.
Στο διαδίκτυο κυκλοφορεί ευρέως η φράση «ευτυχισμένοι γονείς, ευτυχισμένα παιδιά».
Οι «ευτυχισμένοι γονείς» στα πλαίσια του γάμου είναι αυτοί που επενδύουν και στην ευτυχία της συντροφικής σχέσης. Η ευτυχία δεν νοείται με απόλυτους όρους ως μια μόνιμη και διαρκής κατάσταση που αποκλείει τις δυσκολίες, τα συναισθηματικά χάσματα, τις εντάσεις. Η έγκαιρη διόρθωση τους είναι αυτή που μπορεί να κάνει έναν γάμο ευτυχισμένο.
Ένας ευτυχισμένος γάμος βελτιώνει και την ποιότητα του γονεϊκού ρόλου?
Η απάντηση είναι θετική, αλλά η σχέση δεν είναι γραμμική, δηλαδή σχέση αιτίου και αποτελέσματος. Δεν σημαίνει ότι πρώτα πρέπει να ευτυχήσει ο γονέας στο γάμο του για να γίνει καλός στο γονεϊκό του ρόλο.
Η σχέση έχει δυναμική υπόσταση, η φροντίδα που απαιτείται και για τα δύο έχει να πηγαίνει παράλληλα.
Δηλαδή, η ικανοποίηση από μια καλή συντροφική σχέση τροφοδοτεί τον γονεϊκό ρόλο και αυξάνει την χαρά που αντλείται από αυτόν, καθώς και το αντίθετο.
Πώς μια ζεστή και ικανοποιητική σχέση στο γάμο λειτουργεί ως καλός ρυθμιστής του γονεϊκού ρόλου και μπορεί να δρα προφυλακτικά και διασωστικά?
Εμπειρικές έρευνες έχουν δείξει ότι οι γονείς που έχουν ένταση και θυμό ο ένας για τον άλλο, στο ατομικό παιχνίδι με τα παιδιά τους τείνουν να είναι λιγότερο ζεστοί, λιγότερο ευαίσθητοι στην ανταπόκρισή τους και θέτουν λιγότερα όρια.
Μοιάζει ο παγιωμένος θυμός και η εχθρότητα στο γάμο να διαχέονται και στη σχέση με ένα τουλάχιστον από τα παιδιά της οικογένειας.
Από την άλλη πλευρά, ο γάμος μπορεί να διασώσει τον γονεϊκό ρόλο και να αυξήσει την ποιότητά του, σε επίπεδο ζεστής συναισθηματικής ανταπόκρισης και θέσπισης των κατάλληλων, για την εκάστοτε ηλικία του παιδιού, ορίων.
Η υπόθεση είναι ότι μια συντροφική σχέση που λειτουργεί με οικειότητα, δέσμευση, φροντίδα, ασφάλεια, είναι δυνατό να αποτελέσει διορθωτική εμπειρία.Ο γονέας που στο δικό μεγάλωμα δεν δέχτηκε βλέμμα αποδοχής και ανάδειξης από τους γονείς του στο βαθμό που θα του αναλογούσε, νιώθει μεγαλύτερη ανασφάλεια και συναισθηματική απειλή στις κοντινές σχέσεις.Αυτό θα μπορούσε να επηρεάσει τον τρόπο που μεγαλώνει το παιδί του και σχετίζεται μαζί του. Θα μπορούσε να νιώθει μεγαλύτερη ανασφάλεια για την φροντίδα του και έτσι να επηρεαστεί η ποιότητα του ρόλου του.
Η ασφάλεια και η εμπιστοσύνη για τον εαυτό ανθίζουν σε αυτόν τον γάμο που προσφέρει φροντίδα και οικειότητα και έτσι λειτουργεί «θεραπευτικά» για τις φτωχές συναισθηματικά εμπειρίες που ίσως να βίωσε κάποιος ως παιδί.
Στο σήμερα, λοιπόν, ο γονέας μπορεί να προσφέρει πλούσιες συναισθηματικά εμπειρίες στα παιδιά του, παρόλο που δεν τις δέχτηκε ως ίδιος στην παιδική του ηλικία, καθώς τροφοδοτείται από την αγάπη και την ασφάλεια ενός λειτουργικού γάμου.
Ενός γάμου που τον διαμορφώνει ο ίδιος και παράλληλα διαμορφώνεται από αυτόν.