Ο Φώτης, 45 ετών, προσέρχεται στο γραφείο της ψυχοθεραπεύτριας γιατί, όπως αναφέρει, νιώθει απογοητευμένος απο τις γυναίκες και τις ερωτικές σχέσεις. Ενώ επιθυμεί να έχει μια «όμορφη και ήρεμη συντροφική σχέση», δεν τα καταφέρνει, καθώς τις γυναίκες που σχετίζεται τις βαριέται πολύ γρήγορα. Η καταγραφή του είναι ως προς εκείνες που δεν ξέρουν να σέβονται τα όρια του, γίνονται καταπιεστικές και του ζητούν πολλά. Ο Φ. μεγάλωσε σε μια οικογένεια στην οποία ο πατέρας του έλειπε πολλές ώρες απο το το σπίτι και όταν ήταν παρών γινόταν εριστικός και υποτιμητικός, ιδιαίτερα μετά από κατανάλωση αλκοόλ.
Η μητέρα του Φ. τον περισότερο καιρό ήταν θλιμμένη με διαλείμματα έντονου θυμού που κλιμακωνόταν σε ανεξέλεγκτη οργή. Ο Φ. ως παιδί κατακλυζόταν από μοναξιά και μεγάλη ανησυχία που εκφραζόταν μέσα από την δυσκολία του να κοιμηθεί το βράδυ. Η Γιάννα, 38 ετών, αναζητά ραντεβού με ψυχοθεραπεύτρια, καθώς δεν αντέχει να διαχειριστεί την «μεγάλη αποτυχία» της να κατακτήσει μια υψηλότερη θέση στην πολυεθνική που εργάζεται εδώ και χρόνια. Έχει στο ενεργητικό της ένα πλούσιο βιογραφικό με σπουδές στην Ελλάδα και στο εξωτερικό και η πορεία της στην πολυεθνική ακολουθούσε συνεχώς ανοδική πορεία μέχρι τη στιγμή της «αποτυχίας» της. Η Γ. μεγάλωσε ως μοναχοπαίδι σε μια οικογένεια που και οι δυο γονείς της ήταν πολύ επιτυχημένοι επαγγελματικά, ο πατέρας στο χώρο των επιχειρήσεων και η μητέρα στον τομέα της τέχνης. Όταν η Γ. ήταν κοριτσάκι απολάμβανε τον θαυμασμό και τους επαίνους για όσα κατάφερνε, καθώς την ονόμαζαν «χαρισματικό και καλό παιδί». Εκτός από σημαντική και ξεχωριστή, όμως, ένιωθε παράλληλα και μια απροσδιόριστη εσωτερική ένταση και ένα ανεξήγητο κενό. Τι κοινό θα μπορούσαν να έχουν αυτοί οι δυο άνθρωποι που οι ιστορίες τους, είτε στο παρελθόν είναι στο παρόν, είναι διαφορετικές? Έχουν κάποιο κοινό βίωμα που τους διαμόρφωσε στο παρελθόν και επιδρά σιωπηλά στη ζωή τους και στο παρόν? Η απάντηση είναι πως αυτοί οι δυο τόσο διαφορετικοί άνθρωποι μοιράζονται ένα πολύ βαθύ συναίσθημα αναξιότητας για τον εαυτό τους, μια έντονη αμφιβολία για το αν μπορούν να αγαπηθούν αυθεντικά από κάποιον άλλο, μια βαθιά και επώδυνη ντροπή για το ποιοι είναι.
Σύμφωνα με την Patricia A. DeYoung, ψυχοθεραπεύτρια και ιδρυτικό μέλος του Ινστιτούτου της Σχεσιακής Ψυχοθεραπείας στο Τορόντο, η ντροπή είναι ένα συναίσθημα που γεννιέται μέσα από τη σχέση, και ειδικότερα μέσα απο την πρωταρχική σχέση με τα γονεικά πρόσωπα. Επί της ουσίας, εκφράζει ένα ρήγμα, μια διακοπή που δεν διορθώθηκε ποτέ στη συναισθηματική σχέση του παιδιού με τους γονείς του. Είναι ο γονιός που δεν κατάφερε να συντονιστεί με τις συναισθηματικές ανάγκες του παιδιού του, που έδινε οδηγίες όταν εκείνο χρειαζόταν ανακούφιση και τρυφερότητα, που πάγωνε μπροστά στο κλάμα και την δυσκολία του παιδιού του, που το έβλεπε αξιόλογο μόνο ως εκπρόσωπο και φορέα επιτυχίας και επιτευγμάτων, που απορροφούνταν από τα δικά του τραύματα και ανάγκες.
Το χρόνιο συναίσθημα της ντροπής, που συνήθως δεν είναι συνειδητό, μοιάζει με βίωμα που αν είχε φωνή και γλώσσα θα έλεγε «Θέλω κάτι καλό στη ζωή μου αλλά φαίνεται ότι δεν το φτάνω, κάτι δεν πάει καλά με μένα, κάτι στραβό συμβαίνει με τον εαυτό μου». Το παιδί που αναζητά το βλέμμα επιβεβαίωσης και ανάδειξης και αντ’ αυτού λαμβάνει κάτι άλλο απο τον γονιό του ή τίποτα άλλο, αισθάνεται άγχος και απόγνωση και καταγράφει ότι αυτό που νιώθει αφορά το ίδιο και όχι τον γονιό του. Η δική του επιθυμία για σύνδεση και κοντινότητα φταίει και ο εαυτός του συνολικά που δεν παίρνει αυτο που χρειάζεται και όχι ο γονιός του που δεν του το δίνει. Κατά συνέπεια, ο εαυτός βιώνεται κακός, ατελής και ανάξιος να αγαπηθεί. Παράλληλα διαμορφώνεται η φαντασίωση ενός καλού και ιδανικού εαυτού που απαιτεί σκληρά και απάνθρωπα να επικρατήσει αλλά η μάχη αποδεικνύεται άνιση και χαμένη. Με την παραμικρή αποτυχία, με το παραμικρό εμπόδιο και απογοήτευση, το συναίσθημα της ντροπής αναλαμβάνει τη θέση του και γίνεται ο παραμορφωτικός καθρέφτης που καθρεφτίζει έναν ελαττωματικό εαυτό.
Ο Φ. θέλει να αγαπηθεί και να αγαπήσει, αλλά καθώς φοβάται οτι μοιάζει με τον πατέρα του, τρέμει το βλέμμα απόρριψης που ειναι πεπεισμένος οτι θα λάβει απο τις γυναίκες. Το βλέμμα που έβλεπε τη μητέρα του να κοιτάζει τον πατέρα του, αλλα και τον ίδιο. Προτιμά να υποτιμά εκείνος τις γυναίκες και να τις κατηγορεί για να αντέχει την δική του ντροπή. Η Γ. θέλει να τη «δει» κάποιος πέρα απο τις επιτυχίες και τον άψογο τρόπο που ξέρει να διεκπεραιώνει αυτά που πρέπει. Θέλει κάποιος να την «δει» ουσιαστικά, ως ένα αξιαγάπητο πλάσμα που ειναι αξιαγάπητο έτσι και αλλιως, παρά τις ατέλειες και τις αδυναμίες του. Δυσκολεύεται, καθώς, οι γονείς της δεν την «έβλεπαν», αλλά την αξιολογούσαν. Έπρεπε να ειναι καλή, σωστή και άψογη για να γίνεται αποδεκτή. Κατά βάθος, όμως, αισθάνεται κακιά και ανεπαρκής.
Απαιτεί την επιτυχία απο τον εαυτό της, γιατί σιχαίνεται να αισθάνεται λίγη και ντροπιασμένη. Στην απώλεια του προσώπου και στην ανάδειξη του προσωπείου η ντροπή βρίσκει έδαφος να γεννιέται.
( Ο Φώτης και η Γιάννα και οι ιστορίες τους είναι προϊόντα φαντασίας, με στοιχεία αντλημένα και παραποιημένα απο πραγματικούς ανθρώπους στις ψυχοθεραπείες μου)