Θυμάμαι τον δάσκαλό μου στην ψυχοθεραπεία πριν αρκετά χρόνια να υποστηρίζει πως το ισχυρότερο ταμπού της εποχής δεν είναι το σεξ, αλλά ο θάνατος. Και όχι το σεξ, γιατί βρίσκεται παντού, προσφέρεται αφειδώλευτα στην πραγματική και εικονική πραγματικότητα, μιλιέται ανερυθρίαστα και δεν κρύβει κανένα μυστικό.
Ο δε θάνατος κρύβει καλά τα μυστικά του, η αναφορά σε αυτόν προκαλεί αμηχανία, φόβο, τάση αλλαγής θέματος και ενίοτε και χτύπημα ξύλου. «Μακριά από μας!»
Όπως μακριά από μας η ασθένεια και η φθορά.
Ζούμε την εποχή που η αψεγάδιαστη εξωτερική εμφάνιση, πρόσωπα χωρίς ρυτίδες και εκφράσεις και νευρώδη σώματα που δεν προδίδουν ολισθήματα σε διατροφικές απολαύσεις, αναπαριστά την αγωνία για το «πάντα». Πάντα νέος και υγιής.Η ασθένεια και η φθορά του σώματος αποτελούν αρνητικές ειδήσεις στο σύμπαν της «θετικής σκέψης». Η θετική σκέψη, όπως πλασάρεται σήμερα, είναι σαν το μπότοξ, επιφανειακά αισιόδοξη και λεία, αλλά όχι σε βάθος επεξεργασμένη.Η επιφάνεια, όμως, δεν αντέχει την ασθένεια και την αγωνία της, θέλει να τα κουκουλώσει, να τα κάνει πιο ροζ.
Η ανακοίνωση της ασθένειας ψάχνει ενόχους. Χρειάζεται κάποιος να κατηγορηθεί και κάτι να εξηγηθεί, κάπως να χωρέσει στο «πάντα». Να χωρέσει στο δοσμένο της υγείας και στα συναισθήματα της έπαρσης και της παντοδυναμίας που αυτή γεννά. Η υγεία είναι πολύτιμη, όμως η ατελής ανθρώπινη φύση τείνει να την ξεχνά, όχι γιατί δεν την επιθυμεί, αλλά γιατί την θεωρεί δεδομένη. Η έπαρση της υγείας λέει «έχω χρόνο να ζήσω.. να χαρώ… να προσφέρω… να αγαπήσω… να αγαπηθώ… να ταξιδέψω… να ονειρευτώ… να επιθυμήσω… να γελάσω…»
Δεν είναι εύκολη η αποδοχή ότι η φθορά είναι μέρος της ανθρώπινης ζωής, ότι είναι συνταξιδιώτισσες άλλοτε σε ήρεμο και άλλοτε σε φουρτουνιασμένο και δύσκολο ταξίδι. Οι εξηγήσεις για το ποιος και τι φταίει λειαίνουν επιφανειακά και καθησυχάζουν προσωρινά τον φόβο της ασθένειας και, συνεπαγόμενα, του θανάτου, που αγγίζει πυρηνικά την ανθρώπινη ύπαρξη.
Φταίει το άγχος, φταίει η στεναχώρια, φταίει ο τρόπος ζωής, φταίει το Dna, «φταις εσύ που δεν πρόσεχες», αλλά «όλα καλά θα πάνε, μην ανησυχείς!»
Το ταμπού σημαίνει αυτό που απαγορεύεται να μιληθεί.
Αν μιλούσε, όμως, χωρίς ταμπού θα έλεγε «Κι εγώ ανησυχώ, κι εγώ φοβάμαι, κι εγώ τρομάζω, κι εμένα με αγγίζει η ασθένεια γιατί είμαι άνθρωπος φθαρτός και δεν μπορώ να τα ελέγξω όλα, δεν είναι όλα στο χέρι μου..»