Σχολική άρνηση ορίζεται η άρνηση του παιδιού να πάει στο σχολείο ή, ακόμα και αν πάει, η δυσκολία να παρακολουθήσει τα μαθήματα και να παραμείνει στο σχολείο όλη την ημέρα. Ο όρος «σχολική φοβία» χρησιμοποιείται ως ταυτόσημη έννοια, όμως θεωρείται άστοχος, καθώς εκφράζει ένα παθολογικό σύμπτωμα με όρους ατομικού χαρακτηριστικού του παιδιού. Δηλώνει ότι το παιδί παρουσιάζει μια φοβία, δηλαδή έναν παράλογο φόβο για το σχολείο, ενώ τις περισσότερες φορές ο φόβος δεν αφορά το σχολείο, αλλά την απομάκρυνση από το σπίτι.
Η εμπλοκή διαφόρων μεταβλητών, μια εκ των οποίων και η οικογένεια, στην εμφάνιση της σχολικής άρνησης, μεταθέτει το μεγεθυντικό φακό από την ατομική παθολογία σε μια διεργασία που περιλαμβάνει τα οικογενειακά δυναμικά.
Η σχολική άρνηση εκφράζεται συνήθως με φόβο και ταραχή για το σχολείο, κάποιες φορές με έντονες εκρήξεις θυμού και κλάματα. Όλα αυτά ενδέχεται να συνοδεύονται από σωματικές ενοχλήσεις, όπως πόνο στην κοιλιά και στο κεφάλι, ναυτία, εμετό. Τα σωματικά συμπτώματα σταματούν, όταν το παιδί αντί να πάει στο σχολείο, παραμένει στο σπίτι. Αυτό δεν σημαίνει ότι προσποιούνταν τις ενοχλήσεις αυτές, αλλά ότι η παραμονή στο σπίτι έθεσε προσωρινά τέλος στη σωματοποίηση του άγχους.
Τι συμβαίνει, όμως, στο πλέγμα των οικογενειακών σχέσεων που άτυπα ευνοείται ο περιορισμός του παιδιού στο σπίτι και η «ψευδοφοβία» (Bowlby, 1973) του για το σχολείο? Το ερώτημα δεν ενοχοποιεί την οικογένεια, αλλά αναζητά στον τρόπο λειτουργίας της την γέννηση του συμπτώματος της σχολικής άρνησης.
Είναι συχνή η εικόνα ενός παιδιού αγχωμένου, ταραγμένου που κλαίει, γιατί δεν θέλει να πάει στο σχολείο και υποφέρει πολύ και ενός γονιού, συνήθως της μητέρας, που προσπαθεί να το πείσει να πάει στο σχολείο. Η προσεχτική παρατήρηση του βλέμματος της μητέρας αποτυπώνει το δικό της συναισθηματικό φορτίο. Ενώ παρακινεί το παιδί και, συχνά, με θυμό να πάει στο σχολείο, την ίδια ώρα το βλέμμα της αναδύει μεγάλη αγωνία και ανησυχία.
Συνεπώς, τα λόγια της λένε ναι, αλλά το βλέμμα της επιβεβαιώνει τα συναισθήματα άγχους, φόβου και ανασφάλειας που νιώθει το παιδί. Μοιάζει να εμπλέκεται με το παιδί της χωρίς να μπορεί να πάρει υγιή συναισθηματική απόσταση που θα την κάνει να αξιοποιήσει την δύναμη που έχει ο γονεϊκός ρόλος, ώστε το παιδί να κάνει αυτό που χρειάζεται. Να πάει σχολείο.
Στη σχολική άρνηση το παιδί δεν «μπορεί» να αποχωριστεί τη μητέρα του, το σπίτι του. Μήπως εκείνη το χρειάζεται κοντά της, εκείνη ζορίζεται από άγχος αποχωρισμού? Και αν ναι, τι έχει οδηγήσει ως εκεί? Πολυάριθμες έρευνες δείχνουν ότι στις οικογένειες που εμφανίζεται το σύμπτωμα της σχολικής άρνησης, συνήθως, παρατηρούνται τα εξής: υπερεμπλεγμένες και κυρίαρχες σχέσεις μεταξύ των παιδιών και των γονιών, κυρίως της μητέρας, φτωχός συναισθηματικά γάμος (απουσία οικειότητας / εγγύτητας) με διαμάχες μεταξύ των γονιών, συνήθως, για το «πρόβλημα» του παιδιού, μητέρες με έντονο και υπερπροστατευτικό ρόλο, πατέρες που καταγράφονται αδύναμοι, πιο παθητικοί και περιφερειακοί και ένα οικογενειακό σύστημα «κλειστό» στην κοινότητα και στις εξωτερικές, εκτός οικογένειας, σχέσεις.
Κανένα από τα παραπάνω στοιχεία δεν λειτουργεί μεμονωμένα ως αίτιο για την σχολική άρνηση. Η ενδεχόμενη εξαρτητική και υπερπροστευτική σχέση της μητέρας με το παιδί της ή ο δευτερεύων ρόλος του πατέρα που δεν ορίζει ξεκάθαρα τα πράγματα στο σπίτι, έχουν να ειδωθούν σε επίπεδο συνολικής λειτουργίας και δομής της οικογένειας.
Το παιδί που αρνείται το σχολείο, αρνείται να αφήσει πίσω του μια δυσκολεμένη κατάσταση, δεν καταφέρνει να ξενοιάσει.
Όταν η σχολική άρνηση νοηματοδοτηθεί και αναπλαισιωθεί από τον ψυχοθεραπευτή, δηλαδή ειδωθεί στο συγκεκριμένο πλαίσιο που την γέννησε, τότε η ψυχοθεραπεία μπορεί να αποτελέσει ελευθερωτική αρχή για τους γονείς και το παιδί τους, καθώς αμφότεροι υποφέρουν σε αυτή την επώδυνη κατάσταση.
Βιβλιογραφία
Bowlby, J. (1973). Attachment and loss: Vol. 2. Separation: Anxiety and Anger. New York: Basic Books.