Η μοναξιά χωρίζεται σε κατηγορίες προκειμένου να κατανοηθεί βαθύτερα η σύνθετη έννοιά της. Επομένως, μιλάμε για τη διαπροσωπική, την ενδοπροσωπική και την υπαρξιακή μοναξιά.
Η διαπροσωπική μοναξιά αναφέρεται στην απομόνωση από τους άλλους ανθρώπους. Μπορεί να οφείλεται σε συνθήκες γεωγραφικής απόστασης ή επιβεβλημένης φυσικής απόστασης, όπως π.χ. η καραντίνα που τώρα ζούμε. Παρατηρείται, επίσης, στους ανθρώπους που δυσκολεύονται πολύ με την ανθρώπινη κοντινότητα ή παρουσιάζουν συγκεκριμένα στοιχεία προσωπικότητας, π.χ. σχιζοειδή, ναρκισσιστικά.
Στην ενδοπροσωπική μοναξιά ο άνθρωπος απομονώνεται από τα στοιχεία του εαυτού του. Υπάρχουν συναισθήματα, επιθυμίες, εμπειρίες στα οποία δεν υπάρχει πρόσβαση, δεν αποτελούν μέρος της συνειδητής σκέψης του. Ο κατακερματισμός του εαυτού και η αποσύνδεση από τον εαυτό είναι έννοιες που περιέχουν την ενδοπροσωπική μοναξιά, καθώς και εμπεριέχονται σε αυτή.
Στον πυρήνα, όμως, βρίσκεται η υπαρξιακή μοναξιά. Υπάρχει θεμελιωδώς και ανεξαρτήτως από τις άλλες κατηγορίες μοναξιάς. Δηλαδή, υπάρχει έτσι κι αλλιώς, ακόμα και αν συνδέομαι βαθιά και αυθεντικά με τον εαυτό μου και με τους άλλους. Είναι το χάσμα ανάμεσα σε μένα και στον κόσμο, ο αγεφύρωτος διαχωρισμός μου από τους άλλους ανθρώπους. Ο άνθρωπος από την ώρα που γεννιέται είναι καταδικασμένος να υπάρχει μόνος, να είναι κάθε φορά υπεύθυνος και ελεύθερος να αποφασίζει, καθώς και να πεθαίνει.
Το άγγιγμα της υπαρξιακής μοναξιάς γεννά άγχος, δυσφορία, φόβο, αγωνία στον άνθρωπο, όπως εξάλλου και το άγγιγμα του αξεπέραστου που έχει ο θάνατος και η προσωπική ελευθερία. Οι μηχανισμοί άμυνας λειτουργούν ασυνείδητα προκειμένου να σιγάσουν οποιαδήποτε εσωτερική κατάσταση δυσφορίας. Με λίγα λόγια δε θέλουμε να έρχονται στον συνειδητό νου ζητήματα όπως η μοναξιά, γιατί προκαλούν πόνο και άγχος. Η ρουτίνα της καθημερινότητας, η αβίαστη και ανεμπόδιστη ροή των πραγμάτων της ζωής, δημιουργούν ένα προστατευτικό δίκτυ που μας απομακρύνει από το βίωμα της υπαρξιακής μοναξιάς.
Όταν, όμως, η σταθερότητα και τα δεδομένα ανατρέπονται, όπως στον πόλεμο, στις φυσικές καταστροφές, στις σοβαρές ασθένειες, στις πανδημίες, ο άνθρωπος κατακλύζεται από φόβο και ανασφάλεια. Κλυδωνίζεται η θέση του στον κόσμο αυτό, γιατί ανατρέπεται ό,τι θεωρούσε σταθερό και δοσμένο μέχρι τώρα. Ο κόσμος δε μοιάζει φιλόξενος, όπως πριν, ό,τι σημαντικό και πολύτιμο διακυβεύεται. «Δε με χωράει ο τόπος», δε χωράω σε αυτόν τον κόσμο, δε μοιάζει να είμαι σπίτι μου (“uncanny” ο αντίστοιχος όρος που χρησιμοποιεί ο Heidegger). Η συνειδητοποίηση της υπαρξιακής μοναξιάς.
Ο Irvin Yalom αναφέρει πως καμία σχέση δεν μπορεί να εξαλείψει την υπαρξιακή μοναξιά. Ο κάθε ένας από εμάς υπάρχει μόνος του. Όμως, μπορούμε να μοιραστούμε τη μοναξιά μας μέσα από την αγάπη μεταξύ μας, η οποία εξισορροπεί, ισοφαρίζει τον βαθύ πόνο της μοναξιάς.
Το αυθεντικό άγγιγμα της μοναξιάς οδηγεί σε αυθεντικές σχέσεις αγάπης με τους άλλους. Το κουκούλωμα και η άρνησή της δημιουργούν σχέσεις στις οποίες η συνάντηση με τον άλλον λειτουργεί εργαλειακά. Ο άλλος είναι εκεί για να με κάνει να αισθανθώ δυνατός, όμορφος, σημαντικός, να με θαυμάσει, να εξαρτηθώ από εκείνον για να μη νιώθω φόβο και αγωνία, να εξαρτηθεί από μένα για να μη νιώθω ανασφαλής και ευάλωτος.
Η συνάντηση δεν είναι με το πρόσωπο του άλλου, αλλά με τη λειτουργία που επιτελεί για μένα. Ο σημαντικός δεν είναι ο άλλος, αλλά η κάλυψη του δικού μου κενού, του δικού μου φόβου της μοναξιάς, του δικού μου φόβου του αβάσταχτου τίποτα.