Σε αυτό το άρθρο θα επιχειρήσω να αγγίξω το θέμα της βίας, σωματικής και συναισθηματικής, στα ερωτικά ζευγάρια από τη σκοπιά της αλληλεπίδρασης. Πιο συγκεκριμένα, το ερώτημα που τίθεται είναι «πώς μπορεί να ιδωθεί η βία στα πλαίσια μια ερωτικής σχέσης όχι με όρους ατομικότητας, αλλά δυαδικότητας». Δηλαδή, όχι ο βίαιος σύντροφος, αλλά το βίαιο ζευγάρι, με την έννοια ότι δυο ξεχωριστοί άνθρωποι που αποφασίζουν να σχετιστούν, δημιουργούν μια τρίτη «οντότητα, τη σχέση.
Η συντροφική σχέση μπορεί να λειτουργεί ως «ασφαλής βάση» για τους συντρόφους, την ανάπτυξη και εξέλιξη της ατομικής και κοινής ζωής τους. Μπορεί, όμως, να λειτουργεί και ως εμπόδιο για οποιαδήποτε εξέλιξη και αντί να παράγει χαρά, το κύριο χαρακτηριστικό της να είναι ο πόνος. Βέβαια, η οπτική αυτή κινδυνεύει να δημιουργεί την παρεξήγηση ότι δικαιολογεί τον θύτη, αυτόν που ασκεί οποιαδήποτε μορφής βία ή, και ακόμα, ότι δε συμφωνεί με επικρατούσες απόψεις ότι η βία στα ζευγάρια έχει τις ρίζες της σε πατριαρχικές πεποιθήσεις. Βίαιη συμπεριφορά συναντάμε σε ετερόφυλα και σε ομόφυλα ζευγάρια, είτε αποτελούνται από δυο άντρες είτε από δυο γυναίκες. Επίσης, η οπτική του «κακού» που ασκεί βία και του «καλού» που τη δέχεται, δε βοηθάει καθόλου στην κλινική πράξη, ώστε αυτοί οι δυο άνθρωποι να καταλάβουν τι κάνουν ο καθένας ξεχωριστά, αλλά και μαζί, στη μεταξύ τους διάδραση, που ονομάζεται σχέση.
Στη συντροφική σχέση η εγγύτητα, σωματική και συναισθηματική, που μπορούν να βιώσουν δυο άνθρωποι είναι τόσο μεγάλη και έντονη, που μόνο στη σχέση γονιού – παιδιού συναντάται αυτό, χωρίς, φυσικά, τη σεξουαλική διέγερση που είναι στοιχείο αποκλειστικά της συντροφικής σχέσης. Για αυτό τον λόγο, η ερωτική σχέση αποτελεί γόνιμο έδαφος πάνω στο οποίο θα καλλιεργηθούν και θα ανθίσουν οι εμπειρίες, συνειδητές και ασυνείδητες, που ο κάθε σύντροφος μεταφέρει από τις πρωταρχικές του σχέσεις με τους γονείς. Ο τρόπος που βλέπει τον εαυτό του, τους άλλους ανθρώπους και το πώς σχετίζεται μαζί τους ενδέχεται να κινείται σε ένα πλαίσιο ασφάλειας ή σε ένα πλαίσιο ανασφάλειας. Οι άνθρωποι οι οποίοι, ως παιδιά, είχαν γονείς που με συνέπεια ανταποκρίνονταν στις συναισθηματικές τους ανάγκες, νιώθουν ασφάλεια με τον εαυτό τους και τους άλλους και, γενικότερα, δημιουργούν κοντινές, ασφαλείς ενήλικες σχέσεις. Ανάλογα, ανασφαλείς ενήλικες σχέσεις δημιουργούν, συνήθως, εκείνοι οι άνθρωποι που, ως παιδιά, οι γονείς τους δεν ανταποκρινόταν με συνέπεια στις συναισθηματικές τους ανάγκες ή ανταποκρίνονταν με απόρριψη και απόσταση. Προφανώς, δε σημαίνει ότι στα πλαίσια της ασφάλειας δεν υπάρχουν ανασφάλειες και το αντίθετο, η ανθρώπινη συμπεριφορά είναι εξαιρετικά σύμπλοκη για να χωρέσει σε οποιαδήποτε τυπολογία.
Στο βίαιο ζευγάρι συναντάμε συντρόφους που συνδέονται με ανασφαλή τρόπο, δηλαδή βιώνουν έντονο άγχος μέσα στη σχέση, καθώς και βασανιστικές τάσεις εξάρτησης από τον άλλο. Το άγχος και η ανασφάλεια είναι δυνατό να εκφράζονται με διάφορες μορφές συσχέτισης, εδώ, όμως, θα αναφερθούν δυο εκδοχές ανασφαλούς σύνδεσης.
Η πρώτη εκδοχή αφορά τα ζευγάρια που και οι δυο νιώθουν έντονο άγχος και φόβο ότι ο άλλος θα τους εγκαταλείψει, ότι δεν νοιάζεται για αυτούς, ότι δεν τους καταλαβαίνει και προσπαθούν έντονα να τον ελέγξουν για να αποτρέψουν οποιαδήποτε απομάκρυνση ή εγκατάλειψη. Τρομάζουν με την απόσταση μεταξύ τους, είτε είναι πραγματική είτε φαντασιωτική, αλλά μόλις έρχονται πιο κοντά, νιώθουν να ασφυκτιούν και πάλι δημιουργείται ένταση, οπότε απομακρύνονται. Μόλις απομακρύνονται, αναζωπυρώνονται ξανά οι φόβοι εγκατάλειψης και άρα η θυμωμένη αμοιβαία διεκδίκηση. Είναι μια σχέση που χαρακτηρίζεται από συνεχή θυμό, ένταση, ανταγωνισμό, παρεμβατικότητα, επιθετικότητα και αμφιθυμία. Στην κλιμάκωση αυτού του δυναμικού σχέσης μπορεί να υπάρξει σωματική βία εκατέρωθν, ακόμα και με σοβαρούς τραυματισμούς.
Στη δεύτερη εκδοχή συναντάμε τον ένα σύντροφο να εκφράζει τον τρόπο σύνδεσης που περιγράφτηκε παραπάνω (θυμωμένη διεκδίκηση/ αμφιθυμία), ενώ τον άλλο να απομακρύνεται και να κλείνεται στον εαυτό του. Αποφεύγει τη συναισθηματική εγγύτητα, καθώς, κατα βάθος, πιστεύει ότι δεν μπορεί να τη βιώσει, γιατί θα πει ή θα κάνει κάτι που θα απογοητεύσει τον άλλο και, έτσι, θα καταστρέψει τη σχέση. Για αυτό το λόγο προτιμάει να κρατήσει συναισθηματική απόσταση, όχι γιατί δεν επιθυμεί την εγγύτητα, αλλά γιατί φοβάται την ενδεχόμενη απόρριψη. Δεν εκφράζει τα δύσκολα συναισθήματά του, όπως άγχος, φόβο, αντίθετα, προσπαθεί να τα διαχειριστεί με την απόσταση και το αποτράβηγμα στον εαυτό. Αυτή του η στάση εγείρει ακόμα περισσότερο το άγχος και το φόβο εγκατάλειψης του άλλου συντρόφου, έτσι, επιτείνει τις ελεγκτικές και θυμωμένες του συμπεριφορές. Η έκφραση θυμού του συντρόφου του τού επιβεβαιώνει ότι τον απορρίπτει και, έτσι, οδηγείται σε περαιτέρω κλείσιμο.
Στη δυναμική αυτής της εκδοχής της σχέσης, συνήθως, παρατηρείται ο σύντροφος με το μοτίβο της θυμωμένης διεκδίκησης να ασκεί βία στον άλλο που συνδέεται αποφευκτικά και εκείνος να τη δέχεται και να τη συγχωρεί πολύ γρήγορα. Σαφώς, παρατηρείται και το αντίθετο, λιγότερο συχνά, όταν η έκφραση βίας του αποφευκτικού συντρόφου παίρνει τη μορφή ξεσπάσματος και έκρηξης.
Κλείνοντας, είναι σημαντικό να τονιστεί ότι όταν μιλάμε για βίαιο ζευγάρι, μιλάμε για τη συντροφική σχέση που νοσεί, μέσα από την οποία παράγεται πόνος, σωματικός και ψυχικός. Η επιθυμία για αλλαγή προς μεγαλύτερη λειτουργικότητα προϋποθέτει ψυχοθεραπεία όλων των συμβαλλομένων, των δυο συντρόφων και της σχέσης τους.