Δεν ειναι ασυνήθιστο οι άνθρωποι που επεξεργάζονται την απόφαση της επίσκεψής τους σε έναν ψυχολόγο να αναρωτιούνται σε τι μπορεί να βοηθήσει ο ψυχολόγος – ψυχοθεραπευτής.
Συχνά, όταν το θέμα αφορά στην ψυχοθεραπεία, μπορεί κάποιος να ισχυριστεί διάφορα επιχειρήματα όπως «εγώ δε χρειάζομαι βοήθεια, τα καταφέρνω και από μόνος μου», «έχω φίλους και συζητάμε, γιατί να πάω σε ψυχοθεραπευτή», «αυτά που θα μου πει ο ψυχολόγος τα ξέρω ήδη, δε χρειάζεται να μου τα πει αυτός», «πιο αποτελεσματικό και γρήγορο είναι να πάρεις ένα χάπι παρά η ψυχοθεραπευτική αντιμετώπιση», «φοβάμαι ότι αν πάω σε ψυχοθεραπευτή θα διαγνώσει κάτι πολύ αρνητικό για μένα» κτλ.
“Σε τι μπορεί να βοηθήσει ο ψυχολόγος? Η απάντηση είναι σε τίποτα, αν ο ίδιος ο άνθρωπος δεν έχει αποφασίσει συνειδητά ότι θέλει να τον βοηθήσει ο ψυχολόγος.”
Όλοι οι παραπάνω φόβοι, ενδοιασμοί, προβληματισμοί, αρνήσεις, διαστρεβλώσεις (η επιλογή της όποιας λέξης αντιστοιχεί και σε διαφορετικό πλαίσιο συνθηκών, σε διαφορετική κατάσταση) εκφράζουν, πρωτίστως, κάτι το πολύ ανθρώπινο. Δηλαδή, συνεπάγεται από την ανθρώπινη φύση ο φόβος, η αγωνία και η ανασφάλεια για το καινούριο, το άγνωστο, πόσο μάλλον όταν το καινούριο είναι ένας αρχικά άγνωστος άνθρωπος, ο ψυχολόγος, στον οποίο κάποιος καλείται να εκθέσει τον εαυτό του, τη ζωή του.
Ο άνθρωπος που τελικά θα αποφασίσει να ζητήσει βοήθεια από έναν ψυχοθεραπευτή θα έχει κάνει ένα πρώτο απαραίτητο βήμα. Το βήμα αυτό είναι, βέβαια, απαραίτητο, αλλά δεν είναι και ικανό για να οδηγήσει προς τον δρόμο της ψυχοθεραπείας.
Τι σημαίνει αυτό? Σε τι μπορεί να βοηθήσει ο ψυχολόγος?
Η απάντηση είναι σε τίποτα, αν ο ίδιος ο άνθρωπος δεν έχει αποφασίσει συνειδητά ότι θέλει να τον βοηθήσει ο ψυχολόγος. Αν δεν έχει αποφασίσει ότι θα του επιτρέψει να τον βοηθήσει, ότι θα τον εμπιστευθεί, ώστε να αγγιχθεί ψυχικά από τη διαδικασία της ψυχοθεραπείας.
Η αναζήτηση ψυχοθεραπευτικής βοήθειας σχετίζεται με δυσκολίες στις διαπροσωπικές σχέσεις, συναισθηματικό πόνο, άγχος – στρες, απώλεια – πένθος – αποχωρισμό, θλίψη – κατάθλιψη, ψυχικές διαταραχές και πολλά άλλα. Οποιαδήποτε κατάσταση όσο δύσκολη και επώδυνη και αν είναι, καθίσταται αντιμετωπίσιμη και «εύκολη», όταν ο θεραπευόμενος πραγματικά επιθυμεί να βοηθηθεί.
Βέβαια, το ότι πραγματικά επιθυμεί δε σημαίνει ότι δε θα δυσκολεύεται, ότι δε θα αποσταθεροποιείται, ότι δε θα ζορίζεται στα πλαίσια της ψυχοθεραπευτικής διαδιακασίας.
Θα σημαίνει ότι είναι παρών και ενεργητικός στην ψυχοθεραπεία του βιώνοντας την αποσταθεροποίηση αλλά και την χαρά και αγωνία της ελευθερίας που φέρνει το προχώρημα.
Θα σημαίνει ότι ο ίδιος ο θεραπευόμενος έχει τη δύναμη να δώσει στον ψυχολόγο την «αρμοδιότητα» να τον βοηθήσει να υπάρξει και αλλιώς, αναγνωρίζοντας αλλά και υπερβαίνοντας τις όποιες παθολογίες και δυσλειτουργίες.
Με λίγα λόγια, ο ψυχοθεραπευτής / ψυχοθεραπεύτρια μπορεί να προσεγγίσει αυτόν που του επιτρέπει να τον προσεγγίσει, μπορεί να φροντίσει αυτόν που πραγματικά ζητάει να τον φροντίσει και μπορεί να βοηθήσει αυτόν που όντως επιθυμεί να βοηθηθεί.
Και τότε είναι που μαζί βουτούν σε βαθιά νερά.