Η λέξη «ενσυναίσθηση» χρησιμοποιείται συχνά στις καθημερινές και άμεσες σχέσεις των ανθρώπων, κυρίως θέλοντας να δηλώσει το «με καταλαβαίνεις» ή το «δε με καταλαβαίνεις», αντιστοίχως προς τα «έχεις/ δεν έχεις ενσυναίσθηση». Με λίγα λόγια, αν κάποιος έχει ή δείχνει ενσυναίσθηση, μπορεί να μπει στη θέση του άλλου και να τον καταλάβει, να χαρεί με τη χαρά του, να λυπηθεί με τη λύπη του και τη δυσκολία του.
Τι σημαίνει ενσυναίσθηση στην ψυχοθεραπευτική διαδικασία.
Η ενσυναισθηση του ψυχοθεραπευτή αποτελεί, ανάμεσα σε άλλα, ένα από τα απαραίτητα στοιχεία του προκειμένου να λειτουργήσει η διαδικασία της ψυχοθεραπείας. Χωρίς την ενσυναίσθηση δεν υπάρχει ψυχοθεραπεία. Απλά. Χωρίς την ενσυναίσθηση η ψυχοθεραπευτική σχέση αγγίζει την επιφάνεια χωρίς να κατεβαίνει στα βαθύτερα επίπεδα σύνδεσης.
Μια παρεξήγηση που κυκλοφορεί ευρέως είναι ότι η ενσυναίσθηση σχετίζεται με το αν ο ψυχοθεραπευτής έχει περάσει την ίδια ή παρόμοια εμπειρία με αυτή που του περιγράφεται. Αν έχει περάσει το ίδιο, τότε μπορεί να καταλάβει, αν δεν έχει περάσει, τότε είναι δύσκολο να καταλάβει. Η διαστρέβλωση αυτή βασίζεται στην φαντασίωση ότι η ενσυναίσθηση είναι η ταύτιση, δηλαδή η πλήρης αφομοίωση των σκέψεων και συναισθημάτων του άλλου.
Η ενσυναίσθηση δεν αντιστοιχεί με το να στεναχωριέται ο ψυχοθεραπευτής με τη στεναχώρια και το πρόβλημα του θεραπευόμενου και να ταυτίζεται μαζί του. Αν αφομοιωθεί σε αυτό, τότε κινδυνεύει να χάσει την ολότητα του, τον εαυτό του, το πιο σημαντικό εργαλείο που έχει για την διαδικασία της ψυχοθεραπείας. Στην περίπτωση αυτή κινδυνεύει και η ίδια η ύπαρξη σχέσης με τον άνθρωπο που έχει μπροστά του, καθώς η δημιουργία βαθιάς σχέσης προϋποθέτει την διαφοροποίηση. Αν ο ψυχοθεραπευτής δεν διατηρήσει την συνειδητότητα του δικού του εαυτού, των δικών του σκέψεων και συναισθημάτων για αυτό που ζει εκείνη την μοναδική ώρα με τον θεραπευόμενο, τότε δεν θα είναι θεραπευτικός, δεν θα είναι βοηθητικός.
Τι δεν είναι ενσυναίσθηση. Δεν είναι κάποιες τυποποιημένες φράσεις που «δείχνουν» ότι ο ψυχοθεραπευτής καταλαβαίνει, όπως «Πρέπει να είναι πολύ δύσκολο αυτό περνάς» ή «Μμμ σε καταλαβαίνω». Όταν αυτές οι φράσεις λέγονται για να «δείξει» ο ψυχοθεραπευτής ότι κατανοεί, αλλά δεν έχει αγγιχθεί από αυτό που ακούει, δεν έχει με όλο το του το «είναι» συντονιστεί με το πρόσωπο που έχει εκεί μπροστά του, δε νιώθει την εμπειρία του θεραπευόμενου ακόμα και ως δική του σωματική αίσθηση, τότε η ενσυναίσθηση παραμένει επιδερμική.
Τι είναι ενσυναίσθηση. Είναι να μπορεί ο ψυχοθεραπευτής να αγγιχθεί από την ουσία του θεραπευόμενου, να μπορεί να συγχρονιστεί με την εμπειρία του, να μπορεί να εκπλαγεί, να συγκινηθεί, να συγκλονιστεί με τον ολόκληρο κόσμο που του αποκαλύπτεται εκεί μπροστά του. Να μπορεί να μπει αλλά και να βγει από αυτόν το κόσμο για να καταφέρει να σχετιστεί βαθιά και να βοηθήσει τον άνθρωπο που έχει έρθει σε εκείνον. Να διαφοροποιηθεί από τον κόσμο του θεραπευόμενου, ακριβώς γιατί έχει επιτρέψει στο εαυτό του να αγγιχθεί και να επηρεαστεί από αυτόν τον κόσμο.
Και πάντα ο ψυχοθεραπευτής στο τέλος μιας τέτοιας συνάντησης δεν είναι ο ίδιος άνθρωπος που ήταν πριν.