Με ποια κριτήρια επιλέγουμε σύντροφο?
Ποιος είναι ο σωστός/ ή και ο λάθος σύντροφος?
Η επιλογή συντρόφου συνιστά επιλογή του «άλλου μισού»?
Η θεωρία του δεσμού ή της προσκόλλησης – attachment theory προσφέρει ένα πεδίο για να γίνουν ουσιαστικά κατανοητές οι συντροφικές σχέσεις. Σύμφωνα, λοιπόν, με τη συγκεκριμένη θεωρία, που πρώτος ανέπτυξε ο Τζον Μπόουλμπι (John Bowlby), οι άνθρωποι επιθυμούν, χρειάζονται καλύτερα, να επιβεβαιώνουν την φυσική και συναισθηματική διαθεσιμότητα του συντρόφου τους. Και όταν αναφέρεται εδώ η έννοια ‘σύντροφος’ , αφορά ένα σημαντικό πρόσωπο και όχι κάποιο περαστικό ή ευκαιριακό άτομο με το οποίο δεν υπήρξε συναισθηματικό δέσιμο.
Η υπόθεση του Bowlby κάνει λόγο για την επιθυμία των ανθρώπων σε όλη τη διάρκεια της ζωής τους, και όχι μόνο στην παιδική ηλικία που είναι πιο αυτονόητο, να συνδέονται με στενές συναισθηματικές σχέσεις.
Η διαφορά με την παιδική ηλικία είναι ότι στην ενήλικη ζωή οι άνθρωποι αναζητούν στις συντροφικές σχέσεις την συναισθηματική εγγύτητα και όχι τόσο την φυσική, όπως, για παράδειγμα, την χρειάζεται ένα μικρό παιδί από την μητέρα του.
Η επιθυμία κανείς να αγαπάει, να αγαπιέται, να ανακουφίζει και να ανακουφίζεται συναισθηματικά, να συνδέεται μέσα από την φυσική κοντινότητα του σεξ, μπορεί να οριστεί και ως πανανθρώπινη ιδιότητα που διατρέχει όλο τον κύκλο της ζωής (εκτός από την επιθυμία για σεξ που δεν αφορά την παιδική ηλικία).
Με άξονα, λοιπόν, την επιθυμία για δεσμό που παράγει συναισθηματική ασφάλεια και αίσθηση προστασίας, η επιλογή συντρόφου προηγείται της δημιουργίας του «ασφαλούς λιμανιού», του συντροφικού δεσμού.
Αφού, σύμφωνα με τον Bowlby, όλοι θέλουμε μέσα από τις ερωτικές συντροφικές σχέσεις να βιώσουμε καλά πράγματα, συναισθηματική και φυσική οικειότητα, ασφάλεια, γιατί κάτι τέτοιο δεν βιώνεται με αυτονόητο και δοσμένο τρόπο?
Στις ενήλικες συντροφικές σχέσεις που έχουν φτάσει στο στάδιο της προσκόλλησης, δηλαδή του συναισθηματικού δεσμού, η αρχική ερωτική ορμή έχει μετατραπεί σε συνειδητή επιλογή. Με απλά λόγια είναι το «θέλω και αποφασίζω να είμαι με αυτόν τον άνθρωπο».
Και πώς κάνουμε την επιλογή αυτή και τι ποιότητας σχέσεις φτιάχνουμε? Τα κριτήρια τις περισσότερες φορές λειτουργούν σε ασυνείδητο επίπεδο.
Αν η επιλογή συντρόφου οδηγείται από την ανάγκη να έχω σύντροφο, γιατί αλλιώς κατακλύζομαι από επώδυνα συναισθήματα μοναξιάς και κενού, τότε δεν είναι σίγουρο ότι θα έχει καλή πορεία η σχέση. Η χαρά που αναμένεται να χαριστεί μόνο από εξωτερικές πηγές, την ίδια ώρα που αδυνατεί να παραχθεί προσωπικά, είναι πολύ εύκολο να μετατραπεί σε απογοήτευση, ματαίωση και πίκρα.
Η επιλογή συντρόφου που σχετίζεται με ασυνείδητες εξαρτητικές ανάγκες, δηλαδή να δεχθώ από τον άλλο την φροντίδα και το επιβεβαιωτικό βλέμμα αυταξίας, όπως δεν τα δέχθηκα από τους γονείς μου, κινδυνεύει να φτιάχνει σχέσεις που παράγουν κούραση, ανοχή και θυμό.
Ανάλογης ποιότητας είναι και οι σχέσεις που το ασυνείδητο κριτήριο επιλογής αφορά την προστασία, φροντίδα, σωτηρία του «ευάλωτου» άλλου. Αυτό το κριτήριο λειτουργεί κινητοποιητικά ως προς την επιλογή, συνήθως, για ενήλικες που ως παιδιά είχαν εγκλωβιστεί σε ρόλο υπεργονιού για τους γονείς τους ή/και τα αδέλφια τους.
Κατ’ επέκταση, στην ενήλικη συντροφική σχέση που θα δημιουργηθεί με τους ανάλογους όρους, θα νιώθουν σημαντικοί και, παράλληλα, θα ξαναβιώνουν την μοναξιά και το συναισθηματικό βάρος, όπως και στην παιδική τους ηλικία.
Φαίνεται, λοιπόν, πως η έννοια του «άλλου μισού», που η απαρχή της τοποθετείται στον Πλάτωνα, δεν καταφέρνει να οδηγήσει στην εξασφαλισμένη χαρά και ικανοποίηση.
Στον κόσμο του φαντασιωτικού το μισό που δεν είναι ολόκληρο, έχει ανάγκη το άλλο μισό του για να ολοκληρωθεί. Στην πράξη, όμως, του συντροφικού δεσμού θα αποδειχθεί ότι ο άλλος τελικά δεν ήταν ο «σωστός σύντροφος», χωρίς ανάληψη της προσωπικής ευθύνης για τα κριτήρια επιλογής, αλλά και για την πορεία της σχέσης.
Και αν δεν αλλαχθούν οι όροι που κάποιος μπαίνει στη σχέση, τότε θα φταίνε οι σχέσεις, οι άντρες, οι γυναίκες, ο γάμος που σκοτώνει τον έρωτα και άλλες κατασκευασμένες «αντικειμενικές αλήθειες».
Όσο πιο διαφοροποιημένος είναι κάποιος, δηλαδή όσο πιο πολύ γνωρίζει σε βάθος τον εαυτό του, τα καλά και αρνητικά στοιχεία του, τόσο η επιλογή συντρόφου αποτελεί συνειδητή απόφαση.
Τόσο περισσότερο τα κριτήρια επιλογής θα αφορούν τη δημιουργία μιας σχέσης που θα συμβάλλει στην προσωπική του εξέλιξη, στο μεγαλύτερο του άνοιγμα στη ζωή σε όλα τα επίπεδα.
Και όταν θα δυσκολεύεται με τον άλλο, που είναι αναπόφευκτο στα πλαίσια μιας ζωντανής αλληλεπίδρασης, δεν θα προβάλλει πάνω του και στη σχέση τα δυσφορικά συναισθήματα, αλλά θα αναρωτιέται και για τον εαυτό του.
Η επιθυμία για συναισθηματική οικειότητα και τρυφερό βλέμμα αποδοχής βρίσκεται στη βάση πολλών αμυντικών συμπεριφορών στα ζευγάρια.
Θέλουν πραγματικά να ζήσουν κάτι καλό και τελικά δεν το ζουν.
Και εκεί, στη θέση της αλληλοκατηγορίας και της εύκολης αυτοαμφισβήτησης για την κατάλληλη επιλογή συντρόφου, προτείνεται η αποκωδικοποίηση και η βαθιά γνώση του εαυτού, που ελευθερώνουν.